- ἴκα
- ἴξwormfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ΙΚΑ — (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση… … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek
κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… … Dictionary of Greek
σκουπιστικά — τα, Ν τα έξοδα για το σκούπισμα ενός χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ικά που δηλώνει πληρωμή (πρβλ. αλεστ ικά, κομιστ ικά)] … Dictionary of Greek
ἀρχαικά — ἀρχᾱϊκά , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc pl ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc/acc dual ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζαμικά — τα, Ν το σύνολο τών υαλοπινάκων κτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός (πρβλ. γυαλ ικά)] … Dictionary of Greek
τζοβαϊρικά — τα, Ν (παλ. τ.) πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοβαΐρι «κόσμημα, πολύτιμος λίθος» + κατάλ. ικά (πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός), πρβλ. χρυσαφ ικά] … Dictionary of Greek
χαρτικά — τα, Ν χαρτιά και, γενικά, γραφική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός (πρβλ. γυαλ ικά)] … Dictionary of Greek
ἱερονίκας — ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc acc pl ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… … Wikipedia